ροφώ

ροφώ
ῥοφῶ, -άω και -έω, ΝΜΑ, και ρουφῶ Ν και ῥοφῶ και ῥοφάνω και ῥυφάνω και ῥυμφάνω και ιων. τ. ῥυφῶ, -έω, Α
1. καταπίνω υγρό με βαθιά εισπνοή, με θορυβώδη τρόπο, με λαιμαργία (α. «μη ρουφάς έτσι τον καφέ» β. «τὴν φακῆν ῥοφήσομαι», Αριστοφ.)
2. αδειάζω πιάτο, ποτήρι ή άλλο σκεύος από το περιεχόμενό του πίνοντάς το (α. «ρούφηξέ το όλο, μην αφήσεις τίποτα» β. «ῥοφήσει τρύβλιον», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. απορροφώ («το χώμα ήταν στεγνό και ρούφηξε αμέσως το νερό»)
2. εισπνέω («μη ρουφάς τον καπνό»)
3. μτφ. εξαντλώ, εξασθενώ κάποιον («τόν ρούφηξε τελείως»)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ρουφηγμένος, -η, -ο
αδυνατισμένος, εξασθενημένος
αρχ.
(για ασθενείς) τρέφομαι μόνο με υγρή τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥοφῶ ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *srebh- «ρουφώ» και συνδέεται με τα αρμ. arbi, λιθουαν. surbiu, αρχ. σλαβ. srŭbati και το λατ. sorbeo. Ο ιων. τ. τού ρήματος ῥυφῶ εμφανίζει δυσερμήνευτο φωνηετισμό -υ-, που πιθ. οφείλεται σε ιδιαίτερη αντιπροσώπευση συνεσταλμένης βαθμίδας (πρβλ. ρόμβος: ρύμβος). Ο ενεστ. τ. ῥοφῶ (-άω) είναι σπάνιος και μτγν. Το ρ. εμφανίζει τα εκφραστικά παράγωγα ῥοφάνω / ῥυφάνω / ῥυμφάνω (πρβλ. ἐρυγγάνω), ενώ ο τ. ῥόφω πρέπει να είναι μτγν. επινόηση τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογηθούν οι μτγν τ. ῥόμμα και ῥοπτός (βλ. λ. ρόμμα). Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιείται συν. ο τ. ρουφώ (με κώφωση τού -ο- σε -ου-, πρβλ. σάπων: σαπούνι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρόφω — Α βλ. ροφώ …   Dictionary of Greek

  • ῥοφῶ — ῥοφάω sup greedily up pres imperat mp 2nd sg ῥοφάω sup greedily up pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ῥοφάω sup greedily up pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ῥοφάω sup greedily up pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ῥοφάω sup… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρόφηση — η / ῥόφησις, ήσεως, ΝΑ [ῥοφῶ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού ροφώ, το ρούφηγμα 2. χημ. η συγκέντρωση στην επιφάνεια ή σε ολόκληρη τη μάζα ενός στερεού σώματος ξένων προς αυτό μορίων ή ιόντων αρχ. η σίτιση με χυλώδη, πολτώδη τροφή …   Dictionary of Greek

  • Ωορύφας — α, και Ὠορυφᾱς, ᾱ, ὁ, Μ (στο Βυζ.) (ως προσωνυμία ναυάρχου) αβγορρούφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + ῥυφῶ, ιων. τ. τού ῥοφῶ* «ρουφώ»] …   Dictionary of Greek

  • αιματορρόφος — αἱματορρόφος. ον (Α) αυτός που ρουφά αίμα, αιμοβόρος, αιμοδιψής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + ροφῶ] …   Dictionary of Greek

  • αιμολάπτις — αἱμολάπτις ( ιδος), η (Α) αυτή που απομυζά το αίμα (κυρίως για τη βδέλλα). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + λάπτω, «ροφώ»] …   Dictionary of Greek

  • αναρροφώ — (Α ἀναρροφῶ, έω) [ροφώ] ρουφώ, τραβώ με ρούφηγμα, αναρουφώ νεοελλ. μετακινώ ρευστό δημιουργώντας κατάλληλο κενό …   Dictionary of Greek

  • επιρροφώ — ἐπιρροφῶ και ιων. τ. ἐπιρρυφῶ, έω (AM) [ροφώ] ρουφώ, πίνω κάτι επί πλέον ή κατόπιν («πολλάκις ἐπιρροφοῡντα τοῡ ὕδατος», Πλούτ.) αρχ. ρουφώ άπληστα …   Dictionary of Greek

  • θασόροφον — θασόροφον, τὸ (Μ) ρόφημα από χυλό αμυγδάλων τής Θάσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θάσος + ροφώ] …   Dictionary of Greek

  • θηλάζω — (Α θηλάζω) 1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της») 2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή τού μαστού, βυζαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια αρχ. θηλαμών νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”